συγχωρητικός
Смотреть что такое "συγχωρητικός" в других словарях:
συγχωρητικός — assigning a place to . . masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγχωρητικός — ή, ό / συγχωρητικός, ή, όν, ΝΑ [συγχωρῶ] αυτός που εύκολα συγχωρεί νεοελλ. 1. αυτός με τον οποίο παρέχεται συγχώρηση, συγγνώμη, συγχωρητήριος 2. το ουδ. ως ουσ. το συγχωρητικό το συγχωροχάρτι αρχ. αυτός που έχει τάσεις υποχώρησης, ενδοτικός.… … Dictionary of Greek
συγχωρητικόν — συγχωρητικός assigning a place to . . masc acc sg συγχωρητικός assigning a place to . . neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγχωρητικοί — συγχωρητικός assigning a place to . . masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγχωρητικούς — συγχωρητικός assigning a place to . . masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγχωρητικῆς — συγχωρητικός assigning a place to . . fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγχωρητικῶς — συγχωρητικός assigning a place to . . adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγχωρητικῷ — συγχωρητικός assigning a place to . . masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγχωρητήριος — α, ο, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συγχώρηση ή αυτός με τον οποίο παρέχεται συγχώρηση, συγχωρητικός 2. το ουδ. ως ουσ. το συγχωρητήριο η από την εκκλησιαστική αρχή παρεχόμενη έγγραφη άφεση αμαρτιών, συγχωροχάρτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συγχωρώ + … Dictionary of Greek