συγχωρητικός

συγχωρητικός
η , ό[ν] см. συγχωρητήριος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "συγχωρητικός" в других словарях:

  • συγχωρητικός — assigning a place to . . masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγχωρητικός — ή, ό / συγχωρητικός, ή, όν, ΝΑ [συγχωρῶ] αυτός που εύκολα συγχωρεί νεοελλ. 1. αυτός με τον οποίο παρέχεται συγχώρηση, συγγνώμη, συγχωρητήριος 2. το ουδ. ως ουσ. το συγχωρητικό το συγχωροχάρτι αρχ. αυτός που έχει τάσεις υποχώρησης, ενδοτικός.… …   Dictionary of Greek

  • συγχωρητικόν — συγχωρητικός assigning a place to . . masc acc sg συγχωρητικός assigning a place to . . neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγχωρητικοί — συγχωρητικός assigning a place to . . masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγχωρητικούς — συγχωρητικός assigning a place to . . masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγχωρητικῆς — συγχωρητικός assigning a place to . . fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγχωρητικῶς — συγχωρητικός assigning a place to . . adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγχωρητικῷ — συγχωρητικός assigning a place to . . masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγχωρητήριος — α, ο, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συγχώρηση ή αυτός με τον οποίο παρέχεται συγχώρηση, συγχωρητικός 2. το ουδ. ως ουσ. το συγχωρητήριο η από την εκκλησιαστική αρχή παρεχόμενη έγγραφη άφεση αμαρτιών, συγχωροχάρτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συγχωρώ + …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»